ALL BUSINESS ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΚΕΨΕΙΣ

Η ασάφεια της καταμέτρησης των εραστών της Αικατερίνης

Η ασάφεια της καταμέτρησης των εραστών της Αικατερίνης
Ας δούμε από κοντά αυτό που αποκαλώ επιστημονική υπεροψία, κυριολεκτικά την ύβρη που διακρίνει τα όρια της γνώσης μας. Επιστήμη, μια ελληνική λέξη που αναφέρεται στη γνώση: όταν δίνουμε ελληνικό όνομα σε μια αφηρημένη έννοια, αυτομάτως ηχεί σημαντική.

Η αλήθεια είναι πως η γνώση μας αυξάνεται, όμως την ίδια στιγμή απειλείται από την ακόμα μεγαλύτερη αύξηση της αυτοπεποίθησής μας, η οποία κάνει την αύξηση της γνώσης μας να συνεπάγεται ταυτόχρονη αύξηση στη σύγχυση, στην άγνοια, στην αλαζονεία.

Δείτε ένα δωμάτιο γεμάτο ανθρώπους. Επιλέξτε τυχαία έναν αριθμό, έναν αριθμό που μπορεί να αντιστοιχεί σε οτιδήποτε:
– το ποσοστό ψυχοπαθών χρηματιστών στη Δυτική Ουκρανία,
– τις πωλήσεις αυτού του βιβλίου (Ο μαύρος κύκνος) στους μήνες που έχουν «ρ» στο όνομά τους,
– το μέσο δείκτη νοημοσύνης των εκδοτών επιχειρηματικών βιβλίων (ή συγγραφέων παρόμοιων βιβλίων),
– τον αριθμό των εραστών της Αικατερίνης Β’ της Ρωσίας και ούτε καθεξής.
Ζητήστε τώρα από κάθε άτομο που βρίσκεται στο δωμάτιο, ανεξάρτητα να εκτιμήσει ένα εύρος πιθανών μεγεθών για τον αριθμό αυτό – με τέτοιο τρόπο ώστε να πιστεύουν ότι θα έχουν 98% πιθανότητα να βγουν σωστοί και λιγότερο από 2% πιθανότητες να βγουν λάθος.

Με άλλα λόγια, όποια και να είναι η πρόβλεψή τους να έχει λιγότερο από 2% πιθανότητα να βρεθεί έξω από το εύρος μεγέθους που καθορίζουν. Για παράδειγμα :
– Είμαι 98% βέβαιος ότι ο πληθυσμός του Ρατζαστάν είναι μεταξύ 15 και 23 εκατομμύρια.
– Είμαι 98% βέβαιος ότι η Αικατερίνη Β’ της Ρωσίας είχε ανάμεσα σε 34 και 63 εραστές.
Μπορείτε τώρα να βγάλετε επαγωγικά συμπεράσματα για την ανθρώπινη φύση μετρώντας πόσοι από το δείγμα σας έπεσαν έξω: δεν θα έπρεπε να είναι πολύ περισσότεροι από δύο σε κάθε εκατό που συμμετέχουν στο πείραμα. Σημειώστε ότι τα άτομα αυτά (τα θύματά σας) είναι ελεύθερα να ορίσουν το εύρος μεγεθών όσο μεγάλο θέλουν:
δεν προσπαθείτε να μετρήσετε τη γνώση τους, προσπαθείτε μάλλον να μετρήσετε την εκτίμησή τους για την ίδια τους τη γνώση.

Ας δούμε τώρα τα αποτελέσματα. Όπως πολλά πράγματα στη ζωή, η αποκάλυψη ήταν απρογραμμάτιστη, ανεπάντεχα τυχαία, εκπληκτική – και χρειάστηκε χρόνια για να χωνευτεί.

Η παράδοση διδάσκει ότι οι Albert και Raiffa, οι ερευνητές που έκαναν την παρατήρηση, αναζητούσαν κάτι εντελώς διαφορετικό και πολύ πιο βαρετό: πώς οι άνθρωποι καταλήγουν στον υπολογισμό των πιθανοτήτων στο πλαίσιο της λήψης αποφάσεών τους, όταν υπάρχει στοιχείο αβεβαιότητας (πρόκειται για εκείνο που οι γραμματιζούμενοι ονομάζουν διαμέτρηση).
Οι ερευνητές λοιπόν σάστισαν: το αναμενόμενο λάθος του 2% πλησίασε το 45% του πληθυσμού που συμμετείχε στο πείραμα.
Είναι αρκετά χαρακτηριστικό ότι το πρώτο δείγμα το αποτελούσαν φοιτητές της σχολής Διοίκησης Επιχειρήσεων του Χάρβαρντ, δηλαδή ένα είδος όχι και τόσο φημισμένο για την ταπεινοφροσύνη ή για την εσωστρέφεια του. Όσοι έχουν MBA είναι ιδιαίτερα δυσάρεστοι απ’ αυτήν την άποψη –
Μεταγενέστερες έρευνες κατέγραψαν μεγαλύτερη ταπεινοφροσύνη ή, μάλλον, λιγότερη υπεροψία, σε άλλους πληθυσμούς. Οι θυρωροί και οι ταξιτζήδες είναι μάλλον ταπεινοί. Οι πολιτικοί και τα στελέχη επιχειρήσεων . . . αυτούς θα τους αφήσω για αργότερα.

Μήπως έχουμε 22 φορές πιο μεγάλη αυτοπεποίθηση απ’ όση δικαιούμαστε; Έτσι φαίνεται.

Αυτό το πείραμα έχει επαναληφθεί δεκάδες φορές, με διάφορους πληθυσμούς, επαγγέλματα και πολιτιστικά ενδιαφέροντα. Σχεδόν κάθε εμπειρικός και θεωρητικός της λήψεως αποφάσεων το έχει δοκιμάσει στην τάξη του, ώστε να δείξει στους φοιτητές του το μεγάλο πρόβλημα της ανθρωπότητας:
απλούστατα, δεν είμαστε αρκετά σοφοί ώστε να μας εμπιστευθεί κανείς τη γνώση.
Το επιδιωκόμενο περιθώριο σφάλματος του 2% συνήθως καταλήγει να είναι κάπου μεταξύ 15% και 30%, ανάλογα με τον πληθυσμό και το θέμα του πειράματος.
Δοκίμασα και τον εαυτό μου και, βεβαίως, έπεσα έξω ακόμα και όταν συνειδητά προσπάθησα να είμαι ταπεινός, επιλέγοντας προσεκτικά μεγάλο εύρος – και τούτο ενώ, όπως θα δούμε, αυτή η υποεκτίμηση τυχαίνει να είναι ο πυρήνας των επαγγελματικών δραστηριοτήτων. Αυτή η μεροληψία δείχνει να είναι παρούσα σε κάθε κουλτούρα, ακόμα και σ’ εκείνες που ευνοούν την ταπεινοφροσύνη; δεν δείχνει να υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ της κεντρικής Κουάλα Λουμπούρ και του παλιού οικισμού του Αμιούν, που βρίσκεται (σήμερα) στον Λίβανο.

Χθες το απόγευμα, ενώ πήγαινα να διδάξω σ’ ένα ερευνητικό εργαστήρι στο Λονδίνο, έγραφα την παρέμβασή μου στο μυαλό μου καθ’ οδόν, καθώς ο ταξιτζής είχε μια ιδιαίτερη ικανότητα να «πέφτει σε κίνηση». Αποφάσισα να κάνω ένα γρήγορο πείραμα στο πλαίσιο της εισηγήσεώς μου.

Γύρεψα από τους συμμετέχοντες να μαντέψουν, δίνοντας ένα ορισμένο εύρος για τον αριθμό των βιβλίων στη βιβλιοθήκη του Ουμπέρτο ‘Εκο – η οποία περιλαμβάνει 30.000 τόμους. Από τους 60 συμμετέχοντες, ούτε ένας δεν έδωσε ένα εύρος πρόβλεψης αρκετά μεγάλο ώστε να πέσει μέσα ο σωστός αριθμός (δηλαδή εδώ το περιθώριο λάθους του 2% κατέληξε να είναι 100%).

Η περίπτωση αυτή μπορεί να είναι ακραία, όμως η στρέβλωση είναι μεγαλύτερη όταν οι ποσότητες κινούνται πέρα από το κανονικό. Ενδιαφέρον: το δείγμα μου έκανε λάθος δίνοντας είτε υπερβολικά μεγάλα είτε υπερβολικά μικρά μεγέθη. Άλλοι έδωσαν εύρος από 2.000 έως 4.000, άλλοι 300.000 έως 600.000.
Η αλήθεια είναι πως κάποιος που θα ερχόταν προειδοποιημένος για τη φύση του πειράματος θα μπορούσε να το παίξει εκ του ασφαλούς και να δώσει εύρος μεταξύ μηδέν και άπειρου. Τότε όμως δεν θα επρόκειτο για «διαμέτρηση» – όποιος έδινε τέτοια απάντηση δεν θα μετέδιδε πληροφορία, συνεπώς δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε ενημερωμένη απόφαση μ’ αυτόν τον τρόπο.
Σε αυτή την περίπτωση, εντιμότερο θα ήταν να απαντήσει: «Δεν θέλω να παίξω αυτό το παιχνίδι, δεν έχω ιδέα».

Δεν είναι σπάνιο να βρει κανείς και αντίθετα παραδείγματα, δηλαδή ανθρώπους που υπερβάλλουν προς την αντίθετη κατεύθυνση και υπερεκτιμούν τα περιθώρια λάθους τους. Μπορεί π.χ. να έχετε έναν ξάδελφο που είναι ιδιαίτερα προσεκτικός σε ό,τι λέει, ή πάλι να θυμηθείτε εκείνον τον καθηγητή σας που απεδείκνυε παθολογική ταπεινοφροσύνη: η τάση που περιγράφω εδώ αφορά τον μέσο όρο του πληθυσμού, όχι κάθε άτομο ξεχωριστά. Αυτού του είδους οι άνθρωποι αποτελούν μειοψηφίες – δυστυχώς, δε, επειδή δύσκολα γίνονται προβεβλημένοι, δεν φαίνεται να ασκούν επιρροή στην κοινωνία.
Η επιστημολογική υπεροψία ασκεί διπλή επίδραση: υπερεκτιμούμε όσα γνωρίζουμε και υποεκτιμούμε την αβεβαιότητα, συμπιέζοντας το εύρος των ενδεχόμενων αβέβαιων καταστάσεων (με άλλα λόγια, περιορίζοντας τον διαθέσιμο χώρο για το άγνωστο).

Οι εφαρμογές αυτής της στρέβλωσης ξεπερνούν την απλή επιδίωξη της γνώσης: αρκεί να δείτε τη ζωή των ανθρώπων γύρω σας. Κυριολεκτικά, κάθε απόφαση που αφορά το μέλλον ενδεχομένως έχει μολυνθεί από τη στρέβλωση αυτή.
Το ανθρώπινο είδος μας έχει εγγενή τη χρόνια υποτίμηση της πιθανότητας να ξεφύγει το μέλλον από την κατεύθυνση που είχε αρχικά εκτιμηθεί (και τούτο πρόσθετα από άλλες προκαταλήψεις, που ορισμένες φορές λειτουργούν σωρευτικά).

Για να πάρουμε ένα πρόδηλο παράδειγμα, δείτε πόσο πολλοί είναι εκείνοι που παίρνουν διαζύγιο. Σχεδόν όλοι τους έχουν γνώσης της στατιστικής εκείνης που λέει ότι ανάμεσα στο ένα τρίτο και στο μισό του συνόλου των γάμων αποτυγχάνουν, πράγμα το οποίο οι ενδιαφερόμενοι δεν είχαν προβλέψει ότι θα συνέβαινε όταν παντρεύονταν. Φυσικά, «όχι, σ’ εμάς» δεδομένου ότι τα «πάμε τόσο καλά οι δυο μας» (λες και οι άλλοι που παντρεύονται δεν τα πηγαίνουν καλά).

Να υπενθυμίσω στον αναγνώστη ότι δεν δοκιμάζω να δω πόσα πράγματα γνωρίζουν οι άνθρωποι, αλλά να εκτιμήσω τη διαφορά ανάμεσα σε όσα όντως γνωρίζουν οι άνθρωποι και σε όσα νομίζουν ότι γνωρίζουν.
Αυτό μου θυμίζει ένα μέτρο που είχε διαμορφώσει η μητέρα μου – ως αστείο – όταν αποφάσισα να γίνω επιχειρηματίας. Ειρωνικά προδιατεθειμένη για τη (φαινομενική) αυτοπεποίθησή μου, αν και όχι κατ΄ανάγκην δύσπιστη για τις ικανότητες μου, είχε βρει έναν τρόπο να βγαίνει πολύ χρήμα.

Πώς;

Όποιος θα μπορούσε να βρει πώς να με αγοράσει στην τιμή που αληθινά αξίζω και να με πουλήσει στην τιμή που θεωρούσα ότι άξιζα, αυτός θα ενθυλάκωνε μια πελώρια διαφορά. Μονολότι ακόμα προσπαθώ να την πείσω για την εσωτερική μου ταπεινοφροσύνη και ανασφάλεια (που κρύβεται κάτω από μια εμφάνιση γεμάτη αυτοπεποίθηση), μονολότι ότι δεν παύω να της λέω ότι είμαι εσωστρεφής – εκείνη παραμένει δύσπιστη.

Εσωστρεφής, ξε-εσωστρεφής, συνεχίζει και τώρα που γράφω αυτό το βιβλίο, να με πειράζει ότι υπερεκτιμώ λιγάκι τον ευατό μου.

Σελίδες 223-226, Ο Μαύρος Κύκνος, Ο αντίκτυπος του εξαιρετικά απρόβλεπτου, Nassim Nicholas Taleb

Views: 5

Comments are closed.

Pin It