Και είναι μερικές φορές που όταν ακούς μερικούς ανθρώπους να μιλάνε, σ’ εντυπωσιάζουν. Γουρλώνεις τα μάτια. Ανοίγεις το στόμα. Λες ότι όλα πάνε καλά. Ότι να, τα πράγματα προχωράνε. Στρώνουν. Το κλίμα άλλαξε.
Το μέλλον διαγράφεται επιτέλους καλύτερο.
Μόνο που την επόμενη μέρα, συνήθως Δευτέρα, το παρόν σε προσγειώνει. Απολύτως. Τα προβλήματα είναι εκεί. Σε φτιάχνουν πρωί πρωί. Σου υπενθυμίζουν ότι η πραγματικότητα απέχει. Μια πραγματικότητα και ένα παρόν που οφείλεται σε σένα αλλά και κάποιες φορές και σ’ αυτούς που φροντίζουν για το μέλλον σου. Που ξέρουν όμως και να επιβιώνουν. Γιατί είναι εύκαμπτοι. Γιατί αλλάζουν ρότα και θέση εύκολα. Είναι, βλέπετε, παντός καιρού.
Προσαρμόζονται για να μείνουν πάνω.
Και σου ζητάνε και εσένα να προσαρμοστείς κάθε φορά πιο κάτω και να ελπίζεις. Και προσπαθείς και εσύ περισσότερο. Και μετά θυμώνεις. Γιατί ενώ προσπαθείς, γράφεις, σβήνεις, προγραμματίζεις, μετράς, ξαναμετράς, τα κουκιά δε βγαίνουν.
Κοιτάς την είσπραξη, τη δόση, τη ρύθμιση, τα έκτακτα, τα ταξίδια, τις βλάβες, την εφορία, τα πάγια, γουρλώνεις τα μάτια και ανάβεις τσιγάρο.
Έξω στο κρύο όμως. Για να σφίγγουν τα οπίσθια.
Για να το κόψεις και αυτό, αν χρειαστεί. Για να μη χαλαρώνεις.
Μετά όμως την τελευταία τζούρα, ξεχνιέσαι. Ακούς για προσαρμογή άλλη μια φορά και την τρως.
Καλά έλεγε ο πατέρας μου για κάποιους χαρισματικούς στο λόγο που κάθε άλλο παρά χαρισματικοί στην πράξη ήταν. Που τους είχε εμπιστευθεί για κάποιο διάστημα παρά το ότι δεν ήταν καθόλου αφελής ο ίδιος.
Αγόρι μου, όταν σου μιλάνε κάποιοι, να τσιμπιέσαι. Γιατί άμα δεν τσιμπιέσαι, θα σε τσιμπήσουν αυτοί.
Συμπέρασμα : Τσιμπήσου για να μη σε τσιμπήσουν.
FB Tags:
ΣΚΕΨΕΙΣ
Comments are closed.