Στη δεκαετία του 90 βρίσκομαι στην Αθήνα για την παρακολούθηση ενός ολιγοήμερου σεμιναρίου Διοίκησης Επιχειρήσεων και μένω στο σπίτι του ξαδέρφου μου κοντά στη Γυμναστική Ακαδημία.
Συζητώντας, αποφασίζουμε να πάμε να δούμε έναν αγώνα μπάσκετ Ολυμπιακός – Πανιώνιος.
Παρκάρουμε, παίρνουμε το ογκώδες κασετόφωνο για να μη μας το κλέψουν και μπαίνουμε καθυστερημένοι μέσα στο γήπεδο.
Καθόμαστε σε μια ουδέτερη κερκίδα χωρίς κανένα διακριτικό ομάδας και χωρίς να κάνουμε την παραμικρή κίνηση υποστήριξης προς οποιαδήποτε πλευρά.
Η κερκίδα στην άλλη πλευρά γεμάτη από οπαδούς του Ολυμπιακού να φλέγεται και το πάθος τους να σε κάνει να ανατριχιάζεις. Οι σκόρπιοι λιγότεροι φίλαθλοι του Πανιωνίου να προσπαθούν και αυτοί να ακουστούν για να τονώσουν το ηθικό της ομάδας τους μήπως και γυρίσουν το παιχνίδι.
Και ως εκ θαύματος, το παιχνίδι γυρίζει και ο Πανιώνιος κερδίζει το παιχνίδι με έναν πόντο διαφορά.
Με το που τελειώνει το παιχνίδι, σηκωνόμαστε από την κερκίδα και προχωράμε για να βγούμε από μια έξοδο που δεν είχε τόσο κόσμο. Ο αστυνομικός καθώς περνάμε από μπροστά του μας κοιτάζει και μας συστήνει να περιμένουμε λίγο πριν βγούμε έξω.
Εγώ του απαντώ “Τι να περιμένουμε; Αφού δεν υπάρχει κανένας;”
“Καλά.”, μας λέει και βγαίνουμε.
Δεν είμαστε 100 μέτρα από την έξοδο και ξαφνικά βλέπουμε να έρχονται τρέχοντας καταπάνω μας πάνω από 100 άτομα με κασκόλ του Ολυμπιακού, με άγριες διαθέσεις.
Ο ξάδερφος μου με ρωτάει τι κάνουμε και εγώ του απαντώ σε δευτερόλεπτα “Σκύψε, καλύψου
και μη μιλάς.”
Σε δευτερόλεπτα φτάνουν δίπλα μας και χωρίς καμία αναστολή αρχίζει το κλωτσομπατίνι.
Αφού έχουν πέσει και αρκετές στο κεφάλι, στην πλάτη και στα πόδια, να ρωτάνε και που είναι τα κασκόλ μας και ποια ομάδα υποστηρίζουμε. Να ξέρουν βρε παιδί μου ποιον βαράνε οι άνθρωποι. Να μην κουράζονται τσάμπα!
Αλλού το κασετόφωνο, αλλού τα πορτοφόλια μας αλλά για καλή μας τύχη δεν είχαμε φάει καμία τόσο γερή για να μας ξαπλώσει κάτω.
Στο “Γιατί ρε παιδιά βαράτε;“, καμία απάντηση. Σιγά μη μας έδιναν και απάντηση. Παίρνουν το κασετόφωνο και τα πορτοφόλια μας και συνεχίζουν για τους επόμενους άτυχους στο δρόμο τους.
Και αφού σηκωνόμαστε και λέμε “Δόξα τω θεό, γλυτώσαμε.” νάσου και μια διμοιρία ΜΑΤ να βαράνε τα γκλομπ στις ασπίδες τους και να έρχονται προς το μέρος μας γιατί ακολουθούσαν αυτούς που μας είχαν βαρέσει νωρίτερα.
Όπου φύγει, φύγει στα πλάγια τρέχοντας για να μην έρθουμε πιο κοντά με τη διμοιρία και τις φάμε εις διπλούν άνευ λόγου και αιτίας.
Αλλά δεν έχω παράπονο. Και σώθηκα με κάτι ψιλομώλωπες και βρήκα την επόμενη μέρα το πορτοφόλι μου με την ταυτότητα μου σε ένα βενζινάδικο.
Όλα καλά. 30 και χρόνια μετά, και η ιστορία επαναλαμβάνεται. Μόνο που το παιδί στη Θεσσαλονίκη δεν ήταν τόσο τυχερό όσο εμείς. Ξεμάτωσε και η οικογένεια του το κλαίει. Και κανείς δεν ξέρει τις πταίει.
Ή ξέρει τις πταίει αλλά είναι τσιζ το θέμα και κανείς δεν θέλει να καταλήξει στο χαντάκι;
* Αντίστοιχη ακραία επιθετική συμπεριφορά έχω δει και από οπαδούς του Παναθηναϊκού εκτός γηπέδου στην Αθήνα οι οποίοι κυνηγούσαν ένα λεωφορείο στο οποίο επέβαινα, για να κατεβάσουν έναν κάτω και να τον σαπίσουν στο ξύλο.
* Μπαμπά, θα πάμε στο γήπεδο όταν φύγει η πανδημία;
Θα δούμε αγόρι μου, τον καιρό, θα δούμε και τι πίνουν και δεν μας δίνουν και θα αποφασίσουμε.
FB Tags:
#μνήμες #ιστορίες #mindstormGR
Οι άνθρωποι ενδιαφέρονται περισσότερο για τις ιστορίες που έχεις να τους πεις και λιγότερο για τα πράγματα που έχεις να τους δείξεις.
Comments are closed.