Η μάνα της ανάπτυξης
Στέκεται δίπλα μας. Μας μιλά, μας νουθετεί, μας διορθώνει, μας φωνάζει, μας θυμώνει.
Και εμείς κοιτάμε αλλού. Ψιλά (ψηλά), χαμιλά (χαμηλά), α ν ο ρ θ ό γ ρ α φ α π ρ ο σ μ έ ν ο υ μ ε το μάννα εξ ουρανού και ξεχνάμε τη μάνα που είναι δίπλα μας.
Εμείς ψάχνουμε τη βολή. Την καλή. Την αρπαχτή. Τη στριφογυριστή. Την καπακωτή.
Η μάνα μας λέει, “Παιδάκι μου τι κάνεις; Που κοιτάς; Δεν καταλαβαίνεις ότι “βρέξεις κώλο, φας ψάρι“. Και που μπορεί και να τον βρέξεις και ψάρι να μην φας.
Αλλά εμείς και οι ξένοι που μας συμβουλεύουν, ξέρουμε καλύτερα. Ξεχνάμε τη μάνα και περιμένουμε το μάννα. Και το μάννα δεν έρχεται. Ή ακόμα χειρότερα, έρχεται πρόσκαιρα και μετά το πληρώνεις με τόκο. Και τότε αρχίζουν τα γλέντια και από το “άσε μας, ρε μάνα” περνάμε στο “αχ, ρε μάνα”.
Και όμως δεν μαθαίνουμε. Το ίδιο έργο ξανά και ξανά. Μόνο που τώρα είμαστε κολλημένοι στη σκηνή μέσα στη θάλασσα με βρεγμένο κώλο και δίχως ψάρι.
Και ζητάμε πλέον οι ξένοι να μας εγκρίνουν καμιά απόχη με ενέχυρο το παντελόνι, να πιάσουμε καμιά μαρίδα για να μην ψοφήσουμε της πείνας. Και μετά τσακωνόμαστε ποιος έχει την απόχη, ποιος έδωσε ενέχυρο το παντελόνι και ποιος θα φάει τη μαρίδα.
Κάθε σχέση με την πραγματικότητα οφείλεται καθαρά στην τύχη. Ή όχι;